- κυρωτής
- κυρ-ωτής, οῦ, ὁ,A one who ratifios or confirms, IG22.1678 a A27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυρωτή — κυρωτής, ὁ (Α) [κυρώ] επιγρ. αυτός που επικυρώνει, που επιβεβαιώνει κάτι … Dictionary of Greek